- ἐπιτάξ
- ἐπιτάξin a rowindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιτάξ — ἐπιτάξ (Α) [επιτάσσω] επίρρ. 1. κατά σειρά («ἐπιτάξ, ἄλλῳ παρακείμενος ἄλλος [ἀστήρ]», Άρατος) 2. αμέσως, παρευθύς («μὴ ἐπιτὰξ τὰ φάρμακα διδόντ’, ἐὰν μὴ ταῡτα τῇ νόσῳ πρέπῃ», Ευρ.) 3. σύντομα, σε σύντομο χρόνο 4. με διαταγή ή προσυμφωνία … Dictionary of Greek
'πιτάξ — ἐπιτάξ , ἐπιτάξ in a row indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τιθηνίδια — τὰ, Α εορτή τών τροφών στη Σπάρτη κατά την οποία οι τροφοί πήγαιναν τα αγόρια στο ιερό τής Κορυθαλλίας Αρτέμιδος για να τούς προσδώσει γονιμότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τιθήνη «τροφός» + υποκορ. κατάλ. ίδιον / ίδια (πρβλ. επιταξ ίδια)] … Dictionary of Greek